- κινηθῶ
- κῑνηθῶ , κινέωset in motionaor subj pass 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ντραλίζομαι — και αντραλίζομαι και αντραλιάζομαι χάνω προσωρινά τις αισθήσεις μου και την ικανότητα να κινηθώ, ζαλίζομαι, καταλαμβάνομαι από σκοτοδίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν τραλίζομαι < μσν. τραλίζομαι] … Dictionary of Greek
φρακάρω — (λ. ιταλ.), φράκαρα και φρακάρισα, φρακαρίστηκα, φρακαρισμένος 1. μτβ., ακινητοποιώ, εμποδίζω να κινηθεί κάτι ή κάποιος. 2. αμτβ., ακινητοποιούμαι αναγκαστικά, δεν μπορώ να κινηθώ: Φρακάρανε τα αυτοκίνητα στον πολυσύχναστο και στενό δρόμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)